- διαλεγομένου
- διαλέγωpick outpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πώποτε — και πώ ποτέ και πώποκα Α επίρρ. 1. (με άρνηση) ποτέ ώς τώρα («κακία οὐχ εὐρεθήσεται ἐν σοὶ πώποτε», ΠΔ.) 2. (χωρίς άρνηση) μερικές φορές, κάποτε, ενίοτε («ὅστις ἐμοῡ πώποτε ἀκηκόατε διαλεγομένου», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶ* + ποτέ (Η) / ποκά] … Dictionary of Greek